- ξεριζωμός
- ο [ξεριζώνω]καταστροφή, αφανισμός, ιδίως βίαιη απομάκρυνση από τη γενέτειρα, εκπατρισμός («ο ξεριζωμός τών Αρμενίων»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεριζωμός — ο η ακούσια, η βίαιη φυγή λαού από τον τόπο του: Ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικρασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 * Афины 22 января 1977 года) известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 … Википедия
Χάκιμ — Τρίτος Φατιμίδης ηγεμόνας της Αιγύπτου, που ανέβηκε στον θρόνο 11 ετών (996). Το πλήρες όνομά του ήταν X. μπι ιμρ ιλάχ Μανσούρ. Ο X., που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, ήταν διανοητικά ανάπηρος. Έτσι τουλάχιστον, μπορούν να ερμηνευτούν οι διαρκείς… … Dictionary of Greek